- χαρταποθήκη
- ηαποθήκη χαρτιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαρταποθήκη — η, Ν αποθήκη χαρτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + αποθήκη. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. χαρταποθῆκαι, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek